Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

18/09

Κόκκινο της ντροπής με μίσος πρωτοσέλιδο
φτηνή γραφή και φόνος με πανσέληνο
χίτες βρικόλακες στους δρόμους
κόβουν στα μέτρα τους τους νόμους


Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Θληγμένα

Απολυμαντική φαία ουσία
Αναδεύεστε καλά πριν την πλύση
σε χρυσή συσκευασία των 6
Η ημερομηνία θλήξης
αναγράφεται στο πτώμα

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

έγνοιες

Γυμνός από όλες σου τις έγνοιες
αυτάρεσκα ξεχνάς το παρελθόν
φόβοι και έγνοιες σε τυλίγουν
υπερποσπάθειες σε πολιορκούν
μια ξέρα ουτοπία πάντα θα σε περιμένει

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

θλιβερή απουσία χαράς

όσο κι αν πέρναγαν οι νύχτες
όσο κι ας 'ρχόταν η αυγή
σιωπή, πειθήνια σπαρταρούσε
σιωπή που γίνηκε κραυγή

όσο κι αν πέρναγαν τα χρόνια
όσο μας φτύνει η λησμονιά
όσο η ψυχή μας λαχταρούσε
όσο μας τρώει η καταχνιά

δίχως αιτία τρεμοσβήνεις
δίχως αιτία ξαγρυπνάς
δίχως μυαλό θα τριγυρίζεις
τρέλας απόστημα, βραχνάς

όσο οι μέρες δεν αυγίζουν
όσο οι ψυχές θα μαρτυρούν
όσο οι καρδιές κι αν αγαπούνε
πονούνε κι όμως δε ξεχνούν

όσο της πίκρας τα σημάδια
ψάχνουν να βρουν για να κρυφτούν
χτυπιέσαι μόνος στα σκοτάδια
κι οι άλλοι γύρω δε σ'ακούν

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Tο πέρασμα σου

Κώστας Βάρναλης γνήσιος τρεμπέλης



Στη ζήση αυτή που τη μισούμε,
στη γης αυτή που μας μισεί,
κι όσο να πιούμε δε σε σβηούμε,
πόνε πικρέ και πόνε αψύ,
πού μας κρατάς και σε κρατούμε

σ αυτήν τη μαύρη γης και ζήση,
που περπατούσαμε τυφλά
κι άνθος για μας δεν είχε ανθίσει
κι ούτε σε δέντρον αψηλά
κρυμένο αηδόνι κελαηδήσει,

ήρθες Εσύ μιαν άγιαν ώρα,
όραμα θείο και ξαφνικό,
και γέμισε ήλιο, ανθόν, οπώρα,
κελαηδισμόν παθητικό
όλ η καρδιά μας, όλ η χώρα.

Αχ! τόσο λίγο να βαστάξει
τούτ η γιορτή κ ή Πασκαλιά!
Έφυγες κ έχουμε ρημάξει
ξανά και πάλι. Η Πασκαλιά
γιατ έτσι λίγο να βαστάξει!

αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι

κόκκινα φανάρια
αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι
κοιτάς το δρόμο
ποιά πόρνη σε παράτησε;
πόσες νεκρές γυναίκες έθαψες;
στο πρόσωπό σου πίκρα
βουβός και μετρημένος
έβγαλες τα ίδια σου τα μάτια και έμεινες τυφλός

σα σκιά περιφέρεσαι
μόλις πέσει το σκοτάδι ξεγλυστράς με μαεστρία απ'τα σεντόνια
κυλάς ήσυχα στη γωνία σου
και κοιτάς το δρόμο
αναρωτιέμαι τι σκέφτεσαι
πόσες κόρες θυσίασες;
πόσοι γιοί αυτοκτόνησαν;
οι περαστικοί σε χλευάζουν
ασυνάρτητη σκέψη και θολή ματιά
το βλέμμα τρελού
ποιος σε τραυμάτισε;

μόλις πρασίνισαν τα φανάρια...
καληνύχτα...

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2012

παγωτό τζιτζίκι

η ησυχία εκκωφαντική
η απουσία σου μεγάλη
μόνο τζιτζίκια τραγουδούν
στου πόνου το ακρογιάλι

Κυριακή 12 Αυγούστου 2012

θέλω να σου μιλήσω

όταν σε βλέπω φλόγες βγάζει η ψυχή μου
με τριβιλίζει μια απροσδόκητη μανία
και έτσι με πιάνει μια μπλε μελαγχολία
που όσο και αν θέλω δύσκολα θα σβήσει

βασανίζομαι

βασανίζομαι από τα βάσανα βασανισμένος
μέσα στον παράδεισο είμαι ένας κολασμένος
πίκρες γλυφές και ανόητες γεμίζουν το κεφάλι
γόρδιος δεσμός που λύθηκε μ'ανένδοτη κραιπάλη

βράζει η ψυχή μου μέσα μου
αγέρες που φυσάνε
μου σιγοκαίνε τα σωθικά
στις σκέψεις μου ορμάνε

και το κορμί μου κάγκελα
του ηφαίστειου που καίει
και ο εαυτός μου ένα ρομπότ
κάποιες φορές που κλαίει

η νύμφη μου είναι μακριά
και άμα τη δω προφταίνω
να ζήσω ένα όνειρο
μπροστά της πως πεθαίνω

κανένας δε με ένιωσε
κανείς δε θα με νιώσει
μονόπλευρος ο άνθρωπος
και ποιος θα τον εσώσει
από τις λύπες που γεννά
η ίδια του η σκέψη
αν η χαρά είναι πηγή κι αυτή έχει στερέψει

να ξεχαστώ (όχι με τις σκέψεις μου)


Θα ήθελα να σε κάνω να χύνεις συνέχεια,
να σβήνεις στην αγκαλιά μου
και ύστερα να μ'αγαπάς

χαμένος σε ένα όνειρο
σμιλεμένος από μια ανάσα
μέσα σε ένα γλυκό λήθαργο

να ξεχαστώ...

μαζί με εσένα..

και όχι με τις σκέψεις μου.


Τρίτη 7 Αυγούστου 2012

Πονεμένη Ανάσα

Ράγισες την καρδούλα μου
της έκανες χαλάστρα
ένα φυτό ξεράθηκε
στην παλιά τη σάπια γλάστρα

Ανασαίνω και πονάω
περπατώ και είμαι χάλια
ράκος τα συκότια μου
τα πνευμόνια μου σμπαράλια

Ράγισες την καρδούλα μου
την έκανες να κλαίει
φωτιά που όλα τα έκαψε
και στις στάχτες σιγοκαίει

Ανασάινω και πονάω
κοιμάμαι και μουγκρίζω
απ'την κόλαση ερχόμουνα
και εκεί πάλι γυρίζω.





Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Μπουμ και Τέζα

Τα ψαράκια συνεχίζουν να κολυμπάνε
τα χρόνια συνέχεια περνάνε
τα μαλλιά μου όλο και πέφτουν
και τα μυαλά μου όλο λιγότερο
αντέχουν

Οι σκέψεις μένουν ατελείωτες
πεθαίνουν πριν αρχίσουν
κι οι ερυνείες αμείωτες
με χαζεύουν
δε λεν να με αφήσουν


Μπούμ θα ακουστεί ένα βράδυ
και όλα θα τελειώσουν

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

αφιξις, ανάμιξις

τρεις λάγνες νύμφες στη σανίδα
γυμνές από όλα αυτά που σε θυμίζουν
ενός φτηνού μπουρδέλου την παγίδα
με φαντασία στο μυαλό μου διαφημίζουν

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

απουσία

δυό η ώρα στη δουλειά
σκλαβία και εργασία
στη σκέψη μου κρεμότανε
η αισθητή σου απουσία

κέφι

Πέμπτη απόγευμα σε γνώρισα
κουρασμένος και ιδρωμένος ήμουνα
(σίγουρα σου έκανα την καλύτερη εντύπωση)
σαν παραμύθι ψεύτικη
μου φάνηκες οικεία
και έτσι στη σκέψη μου βαθιά
γίνηκες ανωμαλία

θα ήθελα να μ'ήθελες
θά'θελα να σε θέλω
κουασιμόδος ένιωσα
και εσύ φωτομοντέλο

έλυωσες τον πάγο μου
με έκανες να νιώσω
μετρώ τα δευτερόλεπτα
για να σε ανταμώσω

σβήσε λοιπόν τις έγνοιες μου
κάψε το παρελθόν μου
φωτιά βάλε προσεκτικά
στο δάσος των παθών μου

ελπίδες έζησα πολλές
κι άλλες πολλές θα ζήσω
μα την ελπίδα π'άναψες
κατάρα, να μη σβήσω

η μίζερη όμως φύση μου
με κάνει να το ξέρω
όσο και να βαρυγκομώ
για πάντα θα υποφέρω

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Βιογλαφυρό



ΌΝΟΜΑ
τα νιάτα μου έκανα απόκομμα
ΕΠΏΝΥΜΟ
της μοναξιάς νιώθω συνώνυμο
ΔΙΕΎΘΥΝΣΗ
της ατοπίας έχω συναίσθηση
ΕΤΏΝ είκοσι κι εννιά
μήπως κρατιέμαι απ τα παλιά;
την στειρωμένη ΕΜΠΕΙΡΊΑ
αναζητάω με μανία
τα χρόνια δεν υπολογίζω
και τα χαμένα βαυκαλίζω
μήπως με λένε επιπόλαιο
που δεν την βρίσκω με ΣΥΜΒΌΛΑΙΟ;
έχω μικρά ΕΝΔΙΑΦΈΡΟΝΤΑ,
ποιήματα κ' άλλα ξενέρωτα,
στα έδρανα έμαθα τόσα
για να σας γλύφω ΞΈΝΗ ΓΛΏΣΣΑ,
στην πάνω δεξιά γωνία
αγέλαστη ΦΩΤΟΓΡΑΦΊΑ,
χαμόγελο θα της ζωγραφίσω
την ανεργία για να λύσω

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

στίγματα (ή μικρές τελείες)



στίγματα σε χάρτινη ιστορία
στάχτες μια άλλοτε καυτής φωτιάς
πρώην εραστές και πεθαμένοι
απομεινάρια μια νεκρής ουτοπίας
ζωντανοί λόγω περιέργειας
θεατές δίχως αρχή και τέλος
μιας άκαρπης τυφλής ελπίδας

υπομένεις την υπομονή
διψασμένος για τη δίψα
μακριά απ'όλους και απ'όλα
ζεις μονάχα για το χτες
μα πεθαίνεις κάθε μέρα
κάτω απ'το πρίσμα μίας μελαγχολικής σκιάς

πυροτεχνήματα, αναλαμπές
φωτίζουν ένα μαύρο ουρανό
πιο σκοτεινό από κάθε βράδυ

χιλιάδες νήματα κοπήκαν
και ένα σκοινί που έγινε κλωστή
γινήκαμε όλοι τόσο λάθος
κάποτε ήμασταν σωστοί

σαν τυχοδιώκτης μιας ζωής ρημάδας
σαν ένα αστέρι πριν καεί
σαν Κυριακή της εβδομάδας
σαν σούρουπο πριν την αυγή

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Λάγνα Πόρνη

Απρόσκλητη μεγαλομανεία
απρόσιτο κορμί, χείλη, υγρά
απρόσκλητε έρωτα
σαν σταγόνα ουίσκι πανάκριβό
που δεν θα σε νοιώσω.

Μεγαλοαστικό πλάσμα
φτιαγμένο για άλλες καταστάσεις
με χρησιμοποιείς
για την αγάπη ενός φλώρου.

Ανόητη
τιμωρία ζητάς
και λυπάμαι...

Στο κρεβάτι μου ζάντα μεθυσμένος
μετανοιώνω
και λυπαμαι
που δεν θα είμαι αυτός που θα σε τιμωρίσει

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

ιππότης μιας ζαλάδας

γύφτικα καλέσματα με κάνουν και σε θέλω
σε μιά νεκρή και διψασμένη έρημο
θα ανοίξω ένα μπορντέλο

πιό μαύρος απ'τα μέσα μου
λικνίζομαι με χάρη
η κάψα σου με έκαψε
σα τζογαδόρου ζάρι

ηλεκτρομπίτια με πολιορκούν
μου λυώνουν το κεφάλι
εμπρός στα πόδια σου δονώ
πιέζω τη σκανδάλη

χαμένος μες στα όνειρα
χαμένος μες στη ζάλη
θα μένω πάντοτε πιστός
σε ανένδοτη κρεπάλη

τα λόγια μόνο έμειναν
ψυχής απολειφάδι
θα καρτερώ ένα φιλί
στο μαύρο το σκοτάδι

για να γινώ και εγώ μικρός
ιππότης μιας ζαλάδας
καθρέπτισμα λακωνικό
κόκκορας μιάς πουλάδας

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Αέναος Κύκλος Παρακμής

Ιδρωμένες μασχάλες
τρίχες υγρές αηδιαστικές
πατούσες μαύρες στην μπίχλα
κατακαλοκαιρινή ζαλάδα
του μεσημεριού (του Ιούλη) το μπαίλντισμα

ώρες άεργης άπνυας
υποχόνδριας ματαιότητας
επαναλαμβανόμενης καθημερινής σαπίλας


Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

πυγολαμπίδες

ήρθε ένα ακόμη βράδυ
που υπομένεις τη σκλαβιά
μακριά από κάθε χάδι
που ζεσταίνει την καρδιά

στο απέναντι μπαλκόνι
σάπιοι άνθρωποι σαπίζουν
τηλεόραση και οι πόνοι
μέσα στη ψυχή ανθίζουν

μια ευφάνταστη ουτοπία
κάποια λόγια παλαβά
μια φτηνή φωτοτυπία
που πληρώνεις ακριβά

κάποια μάνα που είναι στείρα
αναμνήσεις, σου γεννά
για τα χρόνια που ήταν φύρα
και έτσι μείναν ορφανά

το φεγγάρι σε κοιτάζει
μες στα μάτια καθαρά
και η πίκρα όλα στάζει
"αχ καϋμένε φουκαρά"

και οι τηλεοράσεις εκεί,
πυγολαμπίδες,
φωτίζουν τις καρδιές των ανθρώπων.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

μερεμέτια (καλοκαιρινή αύρα)

σαν επισκέπτης της ζωής κατάντησες καημένε
μια παρουσία ανέραστη, απρόσκλητος κλητήρας
μία σκιά μες στις σκιές που διάφανες σε καίνε
σαν παιχνιδάκι της στιγμής κάθε πουτάνας μοίρας.
είναι η ζωή σα το νερό στα χέρια σου γλυστράει
και μέσα στον παράδεισο βρέθηκες κολασμένος
σε αυτό το μυθιστόρημα θα είσαι πάντα ο ξένος
και το μυαλό σου όσο κι αν πιεί, πάντοτε θα διψάει
για συγκινήσεις της στιγμής
για αθάνατα συκλέτια
για μερεμέτια τις πυγμής
για όνειρα αναίτια

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

αποκαϊδια και πριονίδι

Ξυπνήστε νεκροί!
το φεγγάρι βάφτηκε ασημί απόψε.

Ήρθε η ώρα μας!
Βγείτε από τους μυροφόρους τάφους σας
γευθείτε το γρασίδι
γεννηθείτε ξανά
σας δόθηκε μια δέυτερη ευκαιρία.

γένεσις
αναγέννησης
ενθουσιασμός εφήβου
πυροτέχνημα ή δυναμίτης
δίχως σημασία
υδονή και αφασία.

Σηκωθείτε νεκροί
είναι η ώρα σας να ζήσετε πάλι
σε μια άδεια ζωή, καρναβάλι
φορέστε τα γιορτινά σας και κάψτε τις κάσες σας.

αίσθησις
συναίσθησις
σάπιες αυλαίες έπεσαν για τελευταία φορά
αποκαϊδια και πριονίδι
μια ζωή που τελείωσε ήδη
από χτες.

μία ζωή γλυκόξινη
μια καρδιά τσαλακωμένη
μια σκέψη που δεν έσβησε
μα είναι κοιμωμένη.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

καλημέρα

γινήκαμε χάρτινα είδωλα σε μια χώρα βουβή
δίχως ουσία τρεμοσβήνουμε
η λησμονιά στέφθηκε βασίλισσα
και ο πεινασμένος ονειρεύεται
δεν μας απέμεινε τίποτε, παρά μια τυφλή ελπίδα
ένα δεύτερο μπιγκ μπάνγκ
έτσι
για να επέλθει αδράνεια
και η φύση να χασμουρηθεί

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Κατουρημένες ποδιές

Φτύσαμε στους τάφους σας καριόληδες
φτύσαμε στα μούτρα σας για υποτίμηση
φτύσαμε τα παιδιά σας για ανατίμηση
φτύσαμε στον κόρφο μας να πάνε όλα καλά
φτύσαμε τα μπούτια μας να ξεγλυστρίσουμε
φτύσαμε νίπτω τας χείρας μας και ούτε γάτα ούτε ζημιά
φτύσαμε τα δόντια μας να μην τα τρίβουμε άλλο
φτύσαμε αίμα για να τα καταφέρουμε
φτύσαμε γιατί μας τσίμπησαν 
φτύσαμε τόσα γραμματόσημα και δεν απάντησαν ποτέ
φτύσαμε ξεφυλλίζοντας τόσες θεωρίες
φτύσαμε φτύσαμε φτύσαμε φτύσαμε φθυσικοί πια 
φτύσαμε για μια ξελευθερία
σάλιο δεν έμεινε πια για να φιλήσουμε 

Τετάρτη 2 Μαΐου 2012

φυστίκια μηδέν

κιτρινισμένα πλεμόνια
σάπια μυρωδάτα λεμόνια
ανεκδιήγητες μέρες
λόγια σαθρά και φοβέρες

κρίσιμες ώρες
παρθένες αιώρες
πουτάνα υποθάλπει
μία καριόλα κάλπη

φυγή μηδέν και φυστίκια,
έτσι για να περνάει η ώρα

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

σαλέπι & χουρμάδες

άνθρωποι αδιάφοροι και γέλια πικραμένα
τα πάντα μέσα στη ζωή φαντάζουν τόσο ξένα
πλημμύρα μες στη σκέψη σου, φωτιά στα σωθικά σου
πίκρες που υιοθέτησες, μα γίνηκαν παιδιά σου

ο έρως σε περιγελά, η νιότη σε ξεχνάει
είσαι σαν τριαντάφυλλο που ο χρόνος το μαδάει
αισθάνεσαι μονόφθαλμος, μες των τυφλών τη χώρα
νεκρός που του προσφέρουνε των γενεθλίων δώρα

κι αν το ποτό κατάντησε ακόμη μια συνήθεια
τουλάχιστον σβήν'τη φωτιά που έχεις μες στα στήθια
σου ροκανίζει το μυαλό, σου γνέφει το σινιάλο
και έτσι η νύχτα θα περνά μα εσύ θα θέλεις κι άλλο

Κυριακή 15 Απριλίου 2012

δίχως έμπνευση ΙΙ

θέλεις τόσα να πεις
δεν ξέρεις πως

βουβά αναφιλητά και κούφιες ελπίδες.
μοναξιά και λύπη,
σαν το πρώτο φως της αυγής

φτιαγμένος από κόλαση
ανούσια υποφέρεις,
σαν νεομάρτυρας μιας άγνωστης θρησκείας

δίχως σκοπό και νόημα υπάρχεις.
το μόνο που γυρεύεις
μια ανατολή και μία δύση,
που όσο και να μη το θες μπορεί και να σε πείσει
πως έζησες και εσύ μια μέρα
ελεύθερος και ωραίος

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

εγω..(?)

-παλι εγω κι εσυ
να μου θυμιζεις πως δεν ειμαι μονος
μεσα στην νυχτα την φωνη σου
να ακουω καθως γινεται κραυγη
παλι εγω κι εσυ
να με κοιτας ενω τραβιεμαι στο σκοταδι
κι απ'την σκια που σε τυλιγει
να μην αφηνεις για το φως ουτε ρωγμη
παλι εγω κι εσυ
που στον καιρο μου εχεις δειξει πως αντεχεις
απ'των ματιων μου την πορεια δεν ξεφευγεις
οπως ο ηλιος δεν ξεφευγει απο την γη
παλι εγω κι εσυ
να μου κρατας το ενα χερι μου με το αλλο
να μ'αγκαλιαζεις λιγο πριν να κουραστω
και να μαθαινω την ψυχη σου την κλειστη
παλι εγω κι εσυ
σε αντικρυζω οπως το εκανα παλια
κι οπως το κανω καθε τετοια νυχτα
που η ησυχια με κουφαινει πιο πολυ
παλι εγω κι εσυ
με επισκεπτεσαι με την συνεπεια του χρονου
οταν η μοναξια με βρει και με κλειδωσει
στο σκοτεινο κι απομακρο κλουβι
παλι εγω κι εσυ
που μετατρεπεις τους καθρεφτες σε αχρηστο γυαλι
και τις φωνες μας σε αποτελεσμα απο ηχω
ν'αποκαλυπτεις καθε φυση μας δειλη
παλι εγω κι εσυ
ή μαλλον δεν χρειαζομαι αναμεσα το και
εκτος κι αν πλεον εχω γινει δυο
και δεν μιλαω στο εγω σαν καποιο εσυ

-διαλεξε πως θες να μου μιλαω
τι σου αλλαζω σαν τρελος το προσωπο
αποφασισε τι θελεις να με κανω να ακουσεις
κι αφου το βρω θα σου το πω να μαθω
δεν ειναι λογικο να εισαι ενας παραφρων
κοιτα κι εσενα πως καταντησα αποψε
και μην κοπιαζεις να μου κρυψω το χαρτι
εγω θα γραφεις σαν να ησουνα πολλοι
ετσι απλα για να γεμισει το δωματιο
θα πιεις για να μεθυσω και να ξεχαστεις
να σβησω απ'το νου σου αυτο το εγω
και να μην εχεις στο μυαλο μου το εσυ
κρατησου απ'τον ωμο μου μην πεσω
γιατι αν πεσεις πως σηκωνομαι ξανα
και μην διανοηθω να κοιμηθεις
γιατι στα ονειρα μου βλεπεις πιο φρικτα
και την δειλια σου αυτην που με κουραζω
να με πεταξω πριν προλαβεις να αντιδρασω
γιατι το βαρος μου ειμαι οπως ξερω εσυ
και ο σταυρος που κουβαλαω πως μου μοιαζει
το καθετο το ξυλο εισαι εγω
και στο οριζοντιο του κρυβομαι εσυ
το θυμα σου οπως παντα ειμαι εσυ
κι ο θυτης σου φωναζω εισαι εγω
μην κατεβαζω οπως συνηθιζεις το κεφαλι
και μην γελιεμαι απο αυτα που ειπες πριν
ενα δεν γινομαι μαζι μου κι ας πεθανεις
μες στο μυαλο μου που παλευω να σε σβησεις
οταν θυμωσω και σε δεις να σερνομαι
μην λυπηθω για ο,τι πλεον εχεις γινει
γιατι κι εγω στο μελλον θα αντικρυσεις
κι απο καλυτερο εσυ, κι εγω θα νικηθεις

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

εγκεφαλοθραύστης

ξέρεις
το μυαλό είναι εύθραυστο
την μια στιγμή είναι και την άλλη όχι

πάλι καλά που είμαστε δυνατοί
πάλι καλά που είμαστε

πρέπει να έρθεις μια μέρα στην ακατοίκητη, νεκρή ουτοπία
για να σου δείξω πως η σκέψη μαραίνεται από την τρέλα
να σου δείξω πως ο έρωτας γίνεται μίσος
και πως η αγάπη θάνατος

μια μέρα που αθεράπευτοι και άσκεπτοι θα γκρεμίσουμε κάθε πικρή ανάμνηση
θα κατουρήσουμε στους τάφους μας (καλύτερα μικρός παρά νεκρός στο μνήμα)
και έπειτα θα τριγυρνάμε στα συντρίμμια ανέμελοι

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Σχιζοειδείς Προσωπικότητες

είναι φορές που η ματιά σου με τρυπάει
είναι φορές που το άρωμά σου με μεθάει
είναι φορές που είμαστε οι δύο μας στο σαλόνι
μα καθρεφτίζει η μοναξιά μας στην οθόνη

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

Αυτοκαταστροφή

Το φως που ανατέλει
στον ορίζοντα θολό,
νεογέννητο φως
στο τέλος μιάς ατελείωτης,
νύχτας βασανιστικής
με μια ανοησία της στιγμής
το αποφεύγεις
και το διώχνεις
και σκοτώνεις
την ημέρα
το καινούριο
διαφορετικό φως
που μακριά από τα ίδια
σε ταξιδεύει
αλλού,
σε μέρη
άγνωστα, ωραία.

Παρανοϊκή Αυτογνωσία

Παρθένες κόρες
ανέγγιχτες υπάρξεις
αφίλητα χείλη
στήθια απείραχτα
κορμιά στεγνά
διψασμένες σάρκες
όνειρα που κάνουν,
ελπίζουν...

Διψάω να σας αποκτήσω
σαν παρανοϊκός αυτόχειρας
-κορεσμένη ύπαρξη
κουρασμένο σώμα-
σαν γερασμένος νέος
-παρηκμασμένη ωριμότητα
ανίατα ανισσόροπος-
σαν τ(ρ)έλός 

τι γυρεύω κοντά σας?

αναρωτιέμαι

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Απ-Άνθρωποι

Άνεργοι επιστήμονες κάνουν σχέδια
που ποτέ δεν θα πραγματοποιήσουν
καταδικασμένοι στην αφάνεια
άδοξα
κι αυτοί θα μας αφήσουν.

Άγνωστοι καλλιτέχνες φιλοσοφούν
ιδέες που αύριο δε θα θυμούνται
όπου να ναι θα πεθάνουν.
Στην κηδεία θαυμαστές
δεν θα βρεις να τους λυπούνται.

Ημίτρελοι διανοούμενοι
με διαφορετικές ιδέες
να τους ακούσει δεν υπάρχει κανείς
σβήνουν με τον καιρό
μόνοι, χωρίς παρέες.

Ταπεινοί επαναστάτες φωνάζουν
σε δρόμους, σε μάχες πλατειακές
δεν τους ακούει κανείς,
δεν είχαν ποτέ σχέσεις αφού
πελατιακές.

Ρούφα τ'αυγουλάκι σου πέσε και κοιμήσου
όλοι (απ)άνθρωποι είμαστε
και τράβα γαμήσου.


Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

βελούδινη νοσταλγία

σάπιες είναι οι ημέρες
και η φύση μας νωθρή
τίποτε δεν θα απομείνει
ούτε μία σκέψη ορθή

πέρα από τη μοναξιά
πέρα από τον πόνο
η μόνη ευχαρίστηση
να σε αφήσουν μόνο

κι ο θάνατος καραδοκεί
το ψέμα σε κυκλώνει
πίστευες πως ξημέρωνε
μα αντίθετα νυχτώνει *

τα πάντα είναι τίποτα
το τίποτα είν'τα πάντα
ίσως, μπορεί να έφτασες
και εσύ ως τα τριάντα

μα όμως τι κατάφερες;
που μια ζωή σε φτύνεις;
είσαι σκοινί που έδενες
νομίζοντας πως λύνεις!

το μόνο που απόμεινε
είναι μια μέρα αργία
και μία ασχημάτιστη
βελούδινη νοσταλγιά


* παλιό αλλά καλό

Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Άδεια Φορώ

Ώρες αδιάφορες
άσκοπες μέρες
ανησυχία, ταραχή,
μπαμπούλες και φοβέρες

Τσουκ τσουκ το πληκτρολόγιο
οθονολαγνία
περίεργο το παρελθόν
μπερδεμένη ιστορία

Υπηρεσίες παρακολούθησης
ασφάλια με σκουλαρίκια
τίποτα πια στον κόσμο μας
δεν γίνεται αντρίκια

Ληστές και δολοφόνοι
ακατάσχετη τρομολαγνία
υποκριτές είναι οι άνθρωποι
και πόρνη η κοινωνία

Σαθρά είναι τα όρια
σαθρές είναι κι οι λέξεις
κι αν τρεμπέλικη είναι η φύση σου
δύσκολο να αντέξεις


Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

φύρα

σκύβω φιλάω τα χώματα
τα χρόνια μου είναι φύρα
ανδρείκελα και πτώματα
μας όρισαν την μοίρα

ένας νεκρός φιλήθηκε
από μια μάνα στείρα
μα όμως την αγκάλιασε
το βλέμμα χρυσοθήρα

κάθε μικρή πικρή στιγμή
γεννάει μια ελπίδα,
μια όαση στην έρημο,
μια αόρατη παγίδα

Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2012

Σεχραζάτ

Χανούμια και τσιγγάνισσες δενδροποταμίσιες
ξυπόλητα γυφτάκια σε ρυθμούς ακορντεόν
γέροι τυφλοί, σακάτηδες, επαίτες
ψευτοκαρντάσια χαριεντίζουν τρανσ
γριές χάμω απλώνουν το χέρι τους
κατάρες ψέλνουν προσφέροντας λουλούδια
ημίτρελοι και μεθύστακες τριγυρίζουν.

Δρόμοι βρώμικοι και υγροί
καθωσπρέπει αμαρτολάγνοι
ψευτοκουλτουριάζουν νοσηρά παίρνοντας μάτι
χορεύτριες με σκισμένα καλσόν
που εκπορνεύουν τα λάγνα κορμιά τους.

Κι η Σεχραζάτ από το παράθυρο της
ρεμβάζει και σιγοτραγουδάει
λυπημένη

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2012

Λόγια Ανείπωτα

Ήρθες ξαφνικά ένα βράδυ
δε σε περίμενα
ξυριζόμουν στο μπάνιο
και ζέστενα ένα τσάι να πιω
πριν πέσω.

Χτύπησες την πόρτα
πρεζάκια μόνο έρχονται τέτοιες ώρες
βραδυνές
κι όταν σε είδα πάγωσα
τα πόδια μου κοπήκαν.

Σου άνοιξα, σταυρωτά με φίλησες
και σε μύρισα.
Είχα ξεχάσει το άρωμα γυναίκας
και ειδικά το δικό σου.
Το τσάι σου πρόσφερα
χωρίζοντάς το στα δύο και κάτσαμε στο τραπέζι.

Μου μιλούσες και με ρωτούσες συνέχεια
διάφορα
και ενώ καταλάβαινα ότι και εσύ
άβολα ένοιωθες
δεν είχα κάτι να σου πω.
Δεν είπα τίποτα.

Έφυγες, με χαιρέτησες
παραξενεμένη
και μου είπες
γιατί έτσι μου φέρεσαι?
χοντροκέφαλος όπως πάντα
είσαι.

Έφυγες, και ακόμη και τώρα
το μόνο που νοιώθω
είναι ότι τίποτα δεν έχω να σου πω.
Όλα εσβησαν, από καιρό τελειώσαν.

Κουφάρι η αγάπη
σέρνεται εδώ και κεί
πεθαμένη.

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

μήπως τα καταπίνεις;

χωνεύεις τα αχώνευτα
γελάς τα γελασμένα
τα κατσαρά σου τα μαλλιά
που ίσιωσαν στη χτένα

πόρνη σε χαρακτήρισαν
με πίπες λέν' ξεδίνεις
μύτες που δε σε μύρισαν
μήπως τα καταπίνεις;

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Neo-Epictitus

'Δω και 'κει σπέρματα σποράδες, ξεραμένα στο βρώμικο πάτωμα
του φοιτητικού δωματίου.
Φλέγματα πράσινα πρωινά ξεραμένα
στον κίτρινο βουλομένο νιπτήρα.
Αφίσα γυμνόστηθης πόρνης στον τσιγαρισμένο τοίχο,
η μόνη αίσθηση γυναίκας εδώ και χρόνια
ίδια κάθε μέρα,
λάγνα.

Καφέδες πάνω σε σημειώσεις πανεπιστημιακές
που αχρείαστες και λεκιασμένες κοίτονται
στο παλιό φθαρμένο ξύλινο γραφείο.
Φάκελοι ο ένας πάνω στον άλλο, άτακτα τακτοποιημένοι
κρύβουν τις σκέψεις.

Έξω βρέχει.
Μισάνθρωποι, λίγοι, σκυφτοί γρήγορα διαβένουν.

Συρτάρια μισόκλειστα ή μισανοιγμένα,
σαν σκουπίδια γεμάτα
αναμνήσεων παλιών.
Φωτογραφίες,
ενθύμια μιας ζωής άλλης
ανέμελης, προηγούμενης, κοίτονται και αυτά.
Γόπες και στάχτες,
αγκαλιασμένες στις γωνίες,
κάτω απ' τα ντουλάπια, πίσω απ'το γραφείο,
κρυμμένες από το τραπεζάκι το χαμηλό με το σπασμένο πόδι
που θαρρείς σαν με παράπονο στέκεται ακόμη.

Στο μπαλκόνι φυσάει και τα βουνά -ψηλά από τον ένατο- φαίνονται χιονισμένα.
Τα φώτα της πόλης λάμπουν, σαν κεριά πένθιμα.
Που και που σβήνουν.
Παίρνεις φόρα. Ούτε ένα δευτερόλεπτο δεν περνά
και στο πεζοδρόμιο ακούγεται ένα γντουπ,
ξερό.
Κι όλα έτσι τελειώνουν.
Επίκτητα

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

α-ληθ-(εια) - (νουμερο 2)

και τι ειναι μηπως η αληθεια..περα απ'το τωρα που μπορουμε να αντεξουμε..

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

νύχτωσε

μία ζωή σαν παγωτό
μία σκέψη που διπλώνει
μέρα που ξημέρωσε
μα ύστερα νυχτώνει

πίκρα απερίγραπτη
κρασί που'γινε ξύδι
νιώθεις να επέστρεψες
από μελλοντικό ταξίδι

φωτιά είναι τα στήθια σου
και η καρδιά σαν χιόνι
βάρος, βαρύ, ασήκωτο
γιγάντιο αμόνι

αλυσοδεμένος

έχω ένα άτι έξω δεμένο
που όλο μου λέει "έξω δε μένω..."
και όλοι το βρίζουν "ε! ξοδεμένο..."

Ζώα

Μαμά μου δεν περνάω καλά
Είμαι ο μετρ της φάπας
Να είναι η σκατόφατσα;
Ή όντως είμαι βλάκας;

Μαμά μου δεν αντέχω πια
Νομίζω θα σαλτάρω
Πάντα ήμουν κομπλεξικός
Μα τώρα θα μπατάρω

Μαμά μου σε παρακαλώ
Πού έχω εγώ ταλέντο;
Να βλέπω τηλεόραση;
Να τρώω πασατέμπο;

Γιόκα μην το πολυτραβάς
Δεν έχεις καμμιά χάρη
Έτυχε και γεννήθηκες
Από στραβό παπάρι

Γιόκα μου για να εξελιχθείς
Δε βλέπω να έχεις φόντα
Το γίδι ο πατέρας σου
Που του'σπασε η καπότα

Το μόνο που έκανες καλό
Ήταν να είσαι τσάτσος
Για αυτό άσε τα καμώματα
Τράβα να γίνεις μπάτσος

Μια περίεργη μέρα στην Άνω Πόλη

Πάντα μου αρέσει να κάνω βόλτες στην Άνω Πόλη, είναι πολύ πιο ήσυχα από το κέντρο και έχει και θέα στη Θάλασσα. Φοβάμαι το νερό και δεν μπορώ να κολυμπήσω αλλά λατρεύω να κοιτάω μακριά, εκεί που χάνεται ο ορίζοντας.

Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη και τριγυρνάω μόνος στα σοκάκια. Δεν υπάρχει ψυχή να με ακούσει αλλά περπατώ αθόρυβα. Προτιμώ να περνώ απαρατήρητος στη ζωή, οι άλλοι σημαίνουν μπελάδες και αυτό που δε θέλω είναι μπελάδες, εκτός δηλαδή και αν μπλεχτώ σε κανένα καυγά. Λατρεύω τους καυγάδες! Θυμάμαι μια φορά είχε γίνει μία μεγάλη φασαρία, για τα μάτια της μόνο, έτσι έχασα ένα μέρος του αριστερού μου αυτιού. Όποιος με ρωτάει το πως, του λέω πως δεν έχει σημασία και να κοιτάει τη δουλειά του και πως ούτως η άλλως με μισό αυτί ακούω καλύτερα.

Αποφάσισα να τραβήξω προς την πλατεία, εκεί υπάρχει ένας φούρνος και έξω από τον φούρνο υπάρχει ένα περίεργο μεταλλικό μηχάνημα που φυσάει ζεστό αέρα. Με τέτοιο κρύο φυσικό είναι να ψάχνω να βρω ένα μέρος με ζέστη, τουλάχιστον μέχρι να βγει ο ήλιος. Μόλις εφτασα, άπλωσα την αφεντιά μου με χάρη και απόλαυσα την ζέστη που τόσο απλώχερα μου χαρίστηκε.

Δεν πρόλαβα να χορτάσω τις ζεστές στιγμές μου και είδα δυο τύπους να παραπατούν γελώντας και φωνάζοντας. Αποφάσισα να τους ακολουθήσω, χωρίς εκείνοι να με δουν. Πάντα είμαι περίεργος και θέλω να ξέρω τι συμβαίνει στη γειτονιά μου.

Γλίστρησα αθόρυβα από πίσω τους σαν σκιά και άκουγα τα ανόητα γέλια τους με προσοχή. Έχω παρατηρήσει ότι την ημέρα οι άνθρωποι είναι πιο σκεπτικοί και αγέλαστοι και όταν πέφτει ο ήλιος γίνονται ξανά πρόσχαροι και ευτυχισμένοι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι λένε αλλά συνέχισα να τους ακολουθώ μέχρι που πέρασαν από τις ταβέρνες, στις οποίες έχω κάνει λουκούλια γεύματα, ιδίως σε εκείνη στην οποία ο μαγαζάτορας με αγαπά και τον αγαπώ και εγώ μιας και δεν τσιγκουνεύεται ποτέ του το φαγητό που μου δίνει. Αλλά ας τα ξεχάσουμε αυτά μιας και οι δύο χαρούμενοι έφτασαν σε μία σκάλα και άρχισαν να την κατεβαίνουν. Ξαφνικά, ο ένας άρχισε να τρέχει σαν παλαβός και πηδούσε τα σκαλιά δύο-δύο, ο άλλος γελούσε. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο τρελός δρομέας θα έμενε σώος από αυτή την κατάβαση. Έτσι, όσο γρήγορα κατέβαινε τα σκαλοπάτια, τόσο γρήγορα έπεσε στον βρώμικο δρόμο. Ήμουν σίγουρος πως θα σηκωνόταν και θα έβριζε, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι όποτε τους συμβαίνει μία κακοτυχία, αλλά εκείνος σηκώθηκε και συνέχισε να γελάει μαζί με τον άλλον και χαρούμενοι μπήκαν σε ένα σπίτι.

Δεν μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους. Μπορεί να μένω στον δρόμο όλη μέρα, μπορεί κανείς τους να μη μου δίνει σημασία, μπορεί να παρατηρώ την συμπεριφορά τους καθημερινά αλλά ποτέ δεν τους κατάλαβα.

Ανέβηκα σε έναν μαντρότοιχο και αποφάσισα να μου χαρίσω κάποιες στιγμές ηρεμίας, μέχρι να βγει ο ήλιος. Πάνω που με είχε πάρει ο ύπνος, άκουσα πάλι φασαρία. Ήταν περίεργο γιατί αυτη την ώρα συνήθως οι άνθρωποι κοιμούνται. Άκουγα μουσικές και φωνές από το σπίτι που μπήκαν οι δύο τύποι. Αλλόκοτες συμπεριφορές σκέφτηκα και πηδώντας ξανά στον δρόμο έτρεξα προς ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο το οποίο είχα ονομάσει σπίτι μου, αν μπορεί δηλαδή ένας περιπλανώμενος της ζωής να έχει ένα σπίτι, και γλύστρισα στα σωθικά του. Ήμουν κουρασμένος και αποφάσισα να κοιμηθώ για λίγη ώρα μιας και επιτέλους απλώθηκε ησυχία τριγύρω μου.

Όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει περήφανος και μια τρύπα στην οροφή, λες και δημιουργήθηκε μόνο για εμένα, επέτρεπε στον ήλιο να απλώνεται πάνω μου. Άφησα τις ακτίνες του να με χαϊδέψουν και γεύτηκα την απρόσκοπτη ζεστασιά του. Μόλις χόρτασα ήλιο ανακάλυψα ότι πεινούσα και αποφάσισα να περάσω από τους σκουπιδοτενεκέδες έξω από τις ταβέρνες, πάντα έχει κάτι βρώσιμο εκεί για εκείνους που δεν έχουν τίποτα στον κόσμο.

Όταν έφτασα εκεί είδα πως δεν υπήρχε ίχνος φαγητού και όλες οι ταβέρνες ήταν κλειστές. Κατάρα, σκέφτηκα και περπάτησα προς τα γρασίδια λίγο πιο κάτω. Εκεί κάθησα στα γρασίδια και παρακολούθησα την πόλη να ξυπνά με αργούς ρυθμούς. Η βουή της πόλης δυνάμωνε με την ώρα και όλοι οι άνθρωποι άρχισαν να ξυπνούν και να βγαίνουν στους δρόμους. Συνήθως τα πρωϊνά οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι και περπατούν με γρήγορους ρυθμούς λες και έχουν ραντεβού. Αλλά η σημερινή μέρα έμοιαζε διαφορετική. Οι άνθρωποι έδειχναν χαρούμενοι και κυκλοφορούσαν στους δρόμους φωνάζοντας πολλές φορές ο ένας στον άλλον λόγια που δεν καταλάβαινα αλλά σίγουρα ήταν λόγια χαράς.

Συνήθως τα πρωϊνά δεν κυκλοφορούν πολλά παιδάκια στον δρόμο αλλά σήμερα ήταν περίεργη μέρα και πολλά πιτσιρίκια περπατούσαν και χτυπούσαν όλες τις πόρτες και τραγούδαγαν. Οι άνθρωποι που τους άνοιγαν τους άκουγαν, άλλοι με προσοχή, άλλοι με βιασύνη και έπειτα τους έδιναν κάτι στρογγυλά μέταλλα τα οποία εκείνα έβαζαν με προσοχή στη τσέπη τους. Ποτέ δε θα καταλάβω τους ανθρώπους, μονολόγησα και ξεκίνησα τον περίπατό μου στα σοκάκια της περιοχής.

Έψαχνα απεγνωσμένα κάτι φαγώσιμο και δεν άργησα να το βρω. Σε ένα σοκάκι είδα πεταμένα κάτι κόκκαλα που είχαν ακόμη λίγο κρέας πάνω τους. Άρχισα να τρώω μονομιάς μέχρι που κάθε κόκκαλο πλέον έλαμπε σαν καλογυαλισμένος καθρέφτης. Έπειτα πήρα τους δρόμους και νωχελικά περπάτησα σε πολλές γειτονιές. Μου αρέσουν οι βόλτες, δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω όπως τους ανθρώπους, κλεισμένος σε τσιμεντένια κουτάκια.

Η ώρα είχε περάσει και αποφάσισα να δω τον ήλιο να δύει, έτσι κατευθύνθηκα στο ψηλότερο σημείο που μπορούσα να πάω και παρακολούθησα το σκοτάδι να τυλίγει την πόλη με στοργή. Όλα ήταν ήρεμα ώσπου ξάφνου άκουσα το περπάτημά της, ήταν εκείνη. Με έπιασε ένα ρίγος, κάτι απροσδιόριστο. Την ήθελα. Σηκώθηκα και έτρεξα όσο γρηγορότερα μπορούσα προς το μέρος της, μόλις έστριψα στη γωνία, την είδα. Ήταν πανέμορφη, με κοίταξε αυστηρά με το λάγνο βλέμμα της λες και ήθελε να μου πει, αν κάνεις ένα βήμα ακόμη την έβαψες. Έβλεπα πως με ήθελε και εκείνη αλλά με φοβόταν ταυτόχρονα. Δεν ξέρω για πόση ώρα την κοιτούσα δίχως να κάνω τίποτα. Κάποια στιγμή πήρα την μεγάλη απόφαση και πήγα να την κάνω δικιά μου. Νόμιζα πως δεν θα μου έφερνε αντίρρηση και θα δεχόταν με ευχαρίστηση το τρυφερό άγγιγμά μου. Έκανα λάθος. Έβγαλε ένα ουρλιαχτό που μου πάγωσε το αίμα και με γρατζούνισε με βία στο πρόσωπο. Έτρεξα πανικόβλητος και προσπάθησα να σωθώ από αυτή τη μέγαιρα πόρνη. Ευτυχώς δε με ακολούθησε και λαχανιασμένος τράβηξα προς ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο όπου κρύφτηκα μέχρι να κοπάσει η μπόρα.

Ενώ το σκότάδι ήταν παχύ και η ησυχία απερίγραπτη, έγινε σαματάς. Άκουγα μπαμ μπουμ από παντού και ταράχτηκα όσο ποτέ. Συνέχισα να κρύβομαι φοβισμένος και καταράστηκα αυτή την περίεργη ημέρα. Ευτυχώς το βράδυ είχε πέσει για τα καλά και θα ηρεμούσαν τα πράγματα. Όπως και έγινε δηλαδή μιας και όταν βγήκα από το σπίτι οι δρόμοι ήταν πάλι άδειοι. Όμως η πόλη έδειχνε να είναι πιο ζωντανή
από ποτέ.

Τριγύρισα όλο το βράδυ και έψαχνα να βρω εκείνη. Το θάρρος με είχε ξαναβρεί και κατηγόρησα την φοβισμένη μου αντίδραση πρωτύτερα. Την έψαχνα μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες άδικα. Δεν ήταν πουθενά. Απελπίστηκα! Ανέβηκα σε έναν τοίχο και έκλαψα μέχρι να βγει ο ήλιος. Ήμουν σίγουρος πως όποιος και να άκουγε τις κραυγές μου θα καταλάβαινε τον πόνο μου. Ήθελα να ακούσει τις κραυγές μου εκείνη. Φανταζόμουν πως αν καταλάβαινε πόσο την θέλω θα ερχόταν και στοργικά θα με αγκάλιαζε και εγώ θα της ψιθύριζα στο αυτί το νόημα της ζωής. Όμως αυτό ποτέ δεν έγινε...

Ήμουν κουρασμένος. Ο ήλιος είχε βγει περήφανος και αποφάσισα να γυρίσω στην φωλιά μου και να πνίξω τον πόνο μου με τον ύπνο. Περπάτησα αργά, πέρασα από τις ταβέρνες και κατέβηκα τα σκαλιά. Ξαφνικά άκουσα κάποια γέλια και δύο άνθρωποι άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες, έκανα στην άκρη για να μην με πατήσουν διότι φαινόντουσαν σαν να μην ξέρουν που πατάνε. Εκείνοι συνέχισαν να κατεβαίνουν και αναγνώρισα τον έναν από τους δύο. Ήταν εκείνος που έπεσε με περίσσια χάρη από τα ίδια σκαλιά τις προάλλες. Σήμερα φαινόταν να περπατάει πιο προσεκτικά. Όταν έφτασε δίπλα μου με κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα. Τι ήθελε από εμένα; Ήμουν έτοιμος να τρέξω όταν εκείνος με κλώτσησε με δύναμη και είπε:

- Άντε γαμήσου και εσύ μωρή γαμώγατα!

Έτρεξα πανικόβλητος και δις πονεμένος. Σκέφτηκα. <<Πάντα μαλάκες ήταν οι άνθρωποι και πάντα μαλάκες θα μείνουν>>

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Ξύδια

αποθήκευση τώρα ή δημοσίευση ανάρτησης?
happy new fear and a merry crisis

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

δίχως χρήμα είναι κρίμα

κέφι άκεφο απόψε
δίχως λόγο μοναξιά
πλάι στον γκρεμό κουρνιάζεις
περιμένεις μια σπρωξιά

δίχως χρήμα είναι κρίμα
δίχως αύριο τι είναι χθες;
δίχως νόημα οι λέξεις
χτίζουν ποίημα απεχθές

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

ο κύριος (Αγησίλαος) Ευρουλάκης

ο κύριος Ευρουλάκης ήταν τραπεζίτης στο επάγγελμα μα και στην καρδιά.
Πάντα αγαπούσε το χρήμα και προσπαθούσε να το συλλέξει είτε σε μικρή ποσότητα, είτε σε μεγάλη.

Το πάθος του για το χρήμα ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία. Στα 10 του είδε σε μια γυαλιστερή βιτρίνα ένα γουρουνάκι κουμπαρά και ήθελε να τον αγοράσει αλλά η τιμή του, 1500 δραχμές, ήταν εξωφρενική για το πορτοφόλι του. Στεναχωρημένος αποφάσισε να κάνει οικονομία και να τον αγοράσει μόλις συλλέξει το πολυπόθητο ποσό. Έτσι κατάφερε να συλλέξει 500 δραχμές, τις οποίες έδωσε στους συμμαθητές του στο σχολείο σε μορφή δανείων των 100 δραχμών με τσουχτερό επιτόκιο. Μέσα σε ένα μήνα ο κύριος Ευρουλάκης κατάφερε και μάζεψε 2000 δραχμές. Όχι μόνο θα αγόραζε τον κουμπαρά, αλλά θα κατάφερνε να τοποθετήσει στα σπλάχνα του το αρχικό του κεφάλαιο, τουτέστιν 500 δραχμές.

Στην ηλικία των 13 ετών αποφάσισε να γίνει πλούσιος. Έτσι ζήτησε από τον πατέρα του να του δωρίσει ένα μικρό κομμάτι γης στον πίσω κήπο του εξοχικού του. Ο πατέρας του ανυποψίαστος μα περήφανος για τον οικονόμο γιό του, του το έδωσε με μεγάλη χαρά. Τότε ο κύριος Ευρουλάκης φύτεψε ραπανάκια και μαρούλια και τα περιποιόταν με περίσσια φροντίδα. Οι φίλοι τον γονιών του, οι οποίοι συγκεντρώνονταν τακτικά στο εξοχικό τους τα καλοκαίρια για μία παρτίδα κουμ κάν ή θανάσση, έγιναν με μεγάλη τους χαρά οι πρώτοι του πελάτες, ιδιαίτερα το ζεύγος Αργυρίου.

Συλλέκτη χρήματος ήταν ο κύριος Ευρουλάκης και δεν ντράπηκε ποτέ του για αυτό. Με ζήλο διάβαζε τα μαθήματά του και στην ηλικία των 18 ετών πέρασε στο πανεπιστήμιο στην οικονομική σχολή που ήθελε. Εκεί έμαθε όλα τα καπιταλιστικά τερτίπια που διακρίνουν κάθε σύγχρονο τραπεζίτη και οικονομολόγο. Θαύμασε τη μαγεία των αριθμών και με μαεστρεία τελείωσε την σχολή του σε 4 χρόνια όπως προβλεπόταν αλλωστε.

Έζησε πολλά ο κύριος Ευρουλάκης σε αυτά τα 4 φοιτητικά χρόνια, έκανε φίλους και έπιασε και μια γκόμενα. Τον χώρισε σύντομα όμως καθώς της φάνηκε πως ήταν πολύ "οικονόμος". Ο κύριος Ευρουλάκης ήταν πάντα περήφανος για την σχέση του με την Ρίτα, διότι όποτε έβγαιναν έξω, το ένα βράδυ κερνούσε τυρόπιτα η Ρίτα και το άλλο βράδυ ο κύριος Ευρουλάκης. Στο τέλος ο κύριος Ευρουλάκης ήταν κερδισμένος κατά μία τυρόπιτα, το θυμόταν αυτό ανά διαστήματα και χαχάνιζε μόνος του σαν τρελός που μόλις απέδρασε απ'το τρελοκομείο.

Μόλις ολοκλήρωσε τις σπουδές του ο κύριος Ευρουλάκης πήγε να υπηρετήσει στον ένδοξο ελληνικό στρατό. Μπορεί να ήταν τραπεζίτης μα τα εθνικά του αισθήματα ήταν τίμια. Εκεί γνώρισε και άλλους φίλους (όμως καμμία γκόμενα) και μόλις απολύθηκε ήταν σίγουρος για την καριέρα που ήθελε να ακολουθήσει. Απευθύνθηκε στον πατέρα του ο οποίος γνώριζε τα κατάλληλα άτομα, μεγαλωμένος και ο ίδιος σε σπίτια με "ζεστά τζάκια". Εκείνος τον προέτρεψε στον κύριο Αργυρίου, υψηλόβαθμο στέλεχος έγκριτης τράπεζας.

Η πόρτα του κατάστήματας της τράπεζας άνοιξε και περήφανα ο κύριος Ευρουλάκης βάδισε προς το γραφείου του κύριου Αργυρίου. Εκείνος τον καταδέχτηκε με μεγάλη χαρά και ύστερα από μια σύντομη κουβέντα του ανακοίνωσε πως <<Τα προσόντα του σε συνδυασμό με τον αψεγάδιαστο χαρακτήρα του, τον οποίο και ο ίδιος εγνώριζε λόγω της προσωπικής του σχέσης με τον πατέρα του, τον έκαναν τον καταλληλότερο υποψήφιο για αυτή τη θέση, καίριας σημασίας, που έμεινε κενή στη τράπεζα>>.

Ο κύριος Ευρουλάκης ήταν πιο χαρούμενος από κάθε άλλη φορά. Ακόμη και από τότε που είχε βρει ένα πεντοχίλιαρο στο δρόμο. Ευθύς τηλεφώνησε στους πιο στενούς του φίλους και βγήκε να το γιορτάσει, "οικονομικά" πάντα. Εκείνο το βράδυ γνώρισε και τη μέλλουσα γυναίκα του. Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά. Κανείς δε κατάλαβε ποτε τι του βρήκε εκείνη η κοπέλα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τον αγάπησε πραγματικά. Ίσως ο έρωτας να είναι σαν τον θάνατο, όλοι θα τον ζήσουν μία φορά.

Έζησε χαρούμενα χρόνια ο κύριος Ευρουλάκης. Δούλευε τις καθημερινές και δεν ήταν λίγες οι φορές που γύριζε αργά το βράδυ στο σπίτι. Η γυναίκα του ήταν πάντα εκεί να τον φροντίσει και ο ίδιος πίστευε πως δεν έλειπε τίποτα από τη ζωή του. Είχε φίλους, είχε μια γυναίκα που τον αγαπούσε και το σημαντικότερο... είχε λεφτά. Δε μπορούσε να εξηγήσει τη ρίζα του πάθους του για τα χρήματα, αλλά ήξερε πως σε καμμία περίπτωση δεν ήθελε να την κλαδέψει.

Τα χρόνια πέρασαν, ο κύριος Ευρουλάκης απέκτησε ένα νέο σπίτι, σε ήσυχη γειτονιά όπως του άρεσε, όπως και ένα αυτοκίνητο για εκείνον, ένα αυτοκίνητο για τη γυναίκα του, ένα εξοχικό που του θύμιζε τα παιδικά του χρόνια, πολλά τραπέζια και καρέκλες, αρκετά σερβίτσια, μερικά πιάτα και ποτήρια, καναπέδες, λάμπες, κρεβάτια, πίνακες σύγχρονης και ασύγχρονης αισθητικής, αρκετούς τραπεζικούς λογαριασμούς, έναν πουροκόφτη, μπόλικα μπιχλιπίδια άχρηστα σαν το χθες και ένα συντριβάνι για την αυλή του εξοχικού του. Μπορεί να ξεχνώ μερικές από τις αγορές του μα αυτό είναι θέμα ανόητο και ανούσιο στο κάτω κάτω.

Κάποια στιγμή γεννήθηκε το πρώτο του παιδί. Ήταν πολύ χαρούμενος ο κύριος Ευρουλάκης. Ποτέ δεν θα ξεχάσει τα λόγια της γυναίκας του <<Το παιδί μας Αγησίλαε!>>. Η περηφάνεια που ένιωσε ήταν πολύ μεγάλη, αλλά είχε και άλλα πράγματα να σκεφτεί, όπως η δουλειά του και τα χρήματά του. Δεν είχε χρόνο να χάσει σε ανάλατες οικογενειακές ιστορίες.

Η ζωή όμως όπως και το αύριο άλλωστε, κρύβει εκπλήξεις. Η γυναίκα του διαγνώστηκε με καρκίνο και πέθανε σε 1 χρόνο. Ο κύριος Ευρουλάκης ήταν πολύ δυστυχισμένος. Δε μπορούσε να σκεφτεί τη δουλειά του. Ήξερε πως τα χρήματά του ήταν το παν για εκείνον αλλά γιατί όμως δε μπορούσε να δουλέψει; Οι μαύρες σκέψεις τον τύλιξαν και ανήμπορος αφέθηκε στη ροή τους. Άρχισε να πίνει και όταν πίνει ο άνθρωπος δε σκέφτεται καθαρά. Αργούσε να πάει στη δουλειά του σχεδόν κάθε μέρα. Ένα πρωινό τον φώναξε στο γραφείο του ο διευθυντής του και του ανακοίνωσε την απόλυσή του. Του εξήγησε πως <<η τράπεζα είναι μια καλοκουρδισμένη μηχανή και όποιο γρανάζι σαπίζει πρέπει να το αλλάζουμε>>.

Ήταν απαρηγόρητος ο κύριος Ευρουλάκης. Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να πηγαίνει από μπαρ σε μπαρ και να πνίγει τον πόνο του σε αλκοόλ. Μια γλυκιά βραδιά έφυγε από το τελευταίο μπαρ και αποφάσισε να επιστρέψει σπίτι του περπατώντας. Περπάτησε για ώρα μέχρι που μια στιγμή άκουσε έναν περίεργο θόρυβο, κοίταξε πάνω και είδε ένα αμόνι να κατευθύνεται προς εκείνον. Λίγα δέκατα του δευτερολέπτου πριν πεθάνει σκέφτηκε <<Ίσως το χρήμα τελικά να μην έχει καμμία αξία>>. Αλλά δεν είχε σημασία καθώς το αμόνι έπεσε στο κεφάλι του με περισσή βια.

Ο κύριος Ευρουλάκης είχε πολλούς φίλους μα τελικά πέθανε μόνος του γιατί ο κύριος Ευρουλάκης είναι τραπεζίτης στο επάγγελμα μα και στην καρδιά...

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

γενική αλήθεια

σπαρταράω σα το ψάρι
στην ακρογιαλιά στην όχθη
με έπνιξαν τα βάσανα
οι λύπες και οι μόχθοι

μισής ζωής ανθόσπορος
μιας τρέλας καταφύγι
καρδιά που έκλεισε γερά
και πλέον δεν ανοίγει