Πάντα μου αρέσει να κάνω βόλτες στην Άνω Πόλη, είναι πολύ πιο ήσυχα από το κέντρο και έχει και θέα στη Θάλασσα. Φοβάμαι το νερό και δεν μπορώ να κολυμπήσω αλλά λατρεύω να κοιτάω μακριά, εκεί που χάνεται ο ορίζοντας.
Ο ήλιος δεν έχει βγει ακόμη και τριγυρνάω μόνος στα σοκάκια. Δεν υπάρχει ψυχή να με ακούσει αλλά περπατώ αθόρυβα. Προτιμώ να περνώ απαρατήρητος στη ζωή, οι άλλοι σημαίνουν μπελάδες και αυτό που δε θέλω είναι μπελάδες, εκτός δηλαδή και αν μπλεχτώ σε κανένα καυγά. Λατρεύω τους καυγάδες! Θυμάμαι μια φορά είχε γίνει μία μεγάλη φασαρία, για τα μάτια της μόνο, έτσι έχασα ένα μέρος του αριστερού μου αυτιού. Όποιος με ρωτάει το πως, του λέω πως δεν έχει σημασία και να κοιτάει τη δουλειά του και πως ούτως η άλλως με μισό αυτί ακούω καλύτερα.
Αποφάσισα να τραβήξω προς την πλατεία, εκεί υπάρχει ένας φούρνος και έξω από τον φούρνο υπάρχει ένα περίεργο μεταλλικό μηχάνημα που φυσάει ζεστό αέρα. Με τέτοιο κρύο φυσικό είναι να ψάχνω να βρω ένα μέρος με ζέστη, τουλάχιστον μέχρι να βγει ο ήλιος. Μόλις εφτασα, άπλωσα την αφεντιά μου με χάρη και απόλαυσα την ζέστη που τόσο απλώχερα μου χαρίστηκε.
Δεν πρόλαβα να χορτάσω τις ζεστές στιγμές μου και είδα δυο τύπους να παραπατούν γελώντας και φωνάζοντας. Αποφάσισα να τους ακολουθήσω, χωρίς εκείνοι να με δουν. Πάντα είμαι περίεργος και θέλω να ξέρω τι συμβαίνει στη γειτονιά μου.
Γλίστρησα αθόρυβα από πίσω τους σαν σκιά και άκουγα τα ανόητα γέλια τους με προσοχή. Έχω παρατηρήσει ότι την ημέρα οι άνθρωποι είναι πιο σκεπτικοί και αγέλαστοι και όταν πέφτει ο ήλιος γίνονται ξανά πρόσχαροι και ευτυχισμένοι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι λένε αλλά συνέχισα να τους ακολουθώ μέχρι που πέρασαν από τις ταβέρνες, στις οποίες έχω κάνει λουκούλια γεύματα, ιδίως σε εκείνη στην οποία ο μαγαζάτορας με αγαπά και τον αγαπώ και εγώ μιας και δεν τσιγκουνεύεται ποτέ του το φαγητό που μου δίνει. Αλλά ας τα ξεχάσουμε αυτά μιας και οι δύο χαρούμενοι έφτασαν σε μία σκάλα και άρχισαν να την κατεβαίνουν. Ξαφνικά, ο ένας άρχισε να τρέχει σαν παλαβός και πηδούσε τα σκαλιά δύο-δύο, ο άλλος γελούσε. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο τρελός δρομέας θα έμενε σώος από αυτή την κατάβαση. Έτσι, όσο γρήγορα κατέβαινε τα σκαλοπάτια, τόσο γρήγορα έπεσε στον βρώμικο δρόμο. Ήμουν σίγουρος πως θα σηκωνόταν και θα έβριζε, όπως συνηθίζουν οι άνθρωποι όποτε τους συμβαίνει μία κακοτυχία, αλλά εκείνος σηκώθηκε και συνέχισε να γελάει μαζί με τον άλλον και χαρούμενοι μπήκαν σε ένα σπίτι.
Δεν μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους. Μπορεί να μένω στον δρόμο όλη μέρα, μπορεί κανείς τους να μη μου δίνει σημασία, μπορεί να παρατηρώ την συμπεριφορά τους καθημερινά αλλά ποτέ δεν τους κατάλαβα.
Ανέβηκα σε έναν μαντρότοιχο και αποφάσισα να μου χαρίσω κάποιες στιγμές ηρεμίας, μέχρι να βγει ο ήλιος. Πάνω που με είχε πάρει ο ύπνος, άκουσα πάλι φασαρία. Ήταν περίεργο γιατί αυτη την ώρα συνήθως οι άνθρωποι κοιμούνται. Άκουγα μουσικές και φωνές από το σπίτι που μπήκαν οι δύο τύποι. Αλλόκοτες συμπεριφορές σκέφτηκα και πηδώντας ξανά στον δρόμο έτρεξα προς ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο το οποίο είχα ονομάσει σπίτι μου, αν μπορεί δηλαδή ένας περιπλανώμενος της ζωής να έχει ένα σπίτι, και γλύστρισα στα σωθικά του. Ήμουν κουρασμένος και αποφάσισα να κοιμηθώ για λίγη ώρα μιας και επιτέλους απλώθηκε ησυχία τριγύρω μου.
Όταν ξύπνησα ο ήλιος είχε ξεπροβάλλει περήφανος και μια τρύπα στην οροφή, λες και δημιουργήθηκε μόνο για εμένα, επέτρεπε στον ήλιο να απλώνεται πάνω μου. Άφησα τις ακτίνες του να με χαϊδέψουν και γεύτηκα την απρόσκοπτη ζεστασιά του. Μόλις χόρτασα ήλιο ανακάλυψα ότι πεινούσα και αποφάσισα να περάσω από τους σκουπιδοτενεκέδες έξω από τις ταβέρνες, πάντα έχει κάτι βρώσιμο εκεί για εκείνους που δεν έχουν τίποτα στον κόσμο.
Όταν έφτασα εκεί είδα πως δεν υπήρχε ίχνος φαγητού και όλες οι ταβέρνες ήταν κλειστές. Κατάρα, σκέφτηκα και περπάτησα προς τα γρασίδια λίγο πιο κάτω. Εκεί κάθησα στα γρασίδια και παρακολούθησα την πόλη να ξυπνά με αργούς ρυθμούς. Η βουή της πόλης δυνάμωνε με την ώρα και όλοι οι άνθρωποι άρχισαν να ξυπνούν και να βγαίνουν στους δρόμους. Συνήθως τα πρωϊνά οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι και περπατούν με γρήγορους ρυθμούς λες και έχουν ραντεβού. Αλλά η σημερινή μέρα έμοιαζε διαφορετική. Οι άνθρωποι έδειχναν χαρούμενοι και κυκλοφορούσαν στους δρόμους φωνάζοντας πολλές φορές ο ένας στον άλλον λόγια που δεν καταλάβαινα αλλά σίγουρα ήταν λόγια χαράς.
Συνήθως τα πρωϊνά δεν κυκλοφορούν πολλά παιδάκια στον δρόμο αλλά σήμερα ήταν περίεργη μέρα και πολλά πιτσιρίκια περπατούσαν και χτυπούσαν όλες τις πόρτες και τραγούδαγαν. Οι άνθρωποι που τους άνοιγαν τους άκουγαν, άλλοι με προσοχή, άλλοι με βιασύνη και έπειτα τους έδιναν κάτι στρογγυλά μέταλλα τα οποία εκείνα έβαζαν με προσοχή στη τσέπη τους. Ποτέ δε θα καταλάβω τους ανθρώπους, μονολόγησα και ξεκίνησα τον περίπατό μου στα σοκάκια της περιοχής.
Έψαχνα απεγνωσμένα κάτι φαγώσιμο και δεν άργησα να το βρω. Σε ένα σοκάκι είδα πεταμένα κάτι κόκκαλα που είχαν ακόμη λίγο κρέας πάνω τους. Άρχισα να τρώω μονομιάς μέχρι που κάθε κόκκαλο πλέον έλαμπε σαν καλογυαλισμένος καθρέφτης. Έπειτα πήρα τους δρόμους και νωχελικά περπάτησα σε πολλές γειτονιές. Μου αρέσουν οι βόλτες, δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω όπως τους ανθρώπους, κλεισμένος σε τσιμεντένια κουτάκια.
Η ώρα είχε περάσει και αποφάσισα να δω τον ήλιο να δύει, έτσι κατευθύνθηκα στο ψηλότερο σημείο που μπορούσα να πάω και παρακολούθησα το σκοτάδι να τυλίγει την πόλη με στοργή. Όλα ήταν ήρεμα ώσπου ξάφνου άκουσα το περπάτημά της, ήταν εκείνη. Με έπιασε ένα ρίγος, κάτι απροσδιόριστο. Την ήθελα. Σηκώθηκα και έτρεξα όσο γρηγορότερα μπορούσα προς το μέρος της, μόλις έστριψα στη γωνία, την είδα. Ήταν πανέμορφη, με κοίταξε αυστηρά με το λάγνο βλέμμα της λες και ήθελε να μου πει, αν κάνεις ένα βήμα ακόμη την έβαψες. Έβλεπα πως με ήθελε και εκείνη αλλά με φοβόταν ταυτόχρονα. Δεν ξέρω για πόση ώρα την κοιτούσα δίχως να κάνω τίποτα. Κάποια στιγμή πήρα την μεγάλη απόφαση και πήγα να την κάνω δικιά μου. Νόμιζα πως δεν θα μου έφερνε αντίρρηση και θα δεχόταν με ευχαρίστηση το τρυφερό άγγιγμά μου. Έκανα λάθος. Έβγαλε ένα ουρλιαχτό που μου πάγωσε το αίμα και με γρατζούνισε με βία στο πρόσωπο. Έτρεξα πανικόβλητος και προσπάθησα να σωθώ από αυτή τη μέγαιρα πόρνη. Ευτυχώς δε με ακολούθησε και λαχανιασμένος τράβηξα προς ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο όπου κρύφτηκα μέχρι να κοπάσει η μπόρα.
Ενώ το σκότάδι ήταν παχύ και η ησυχία απερίγραπτη, έγινε σαματάς. Άκουγα μπαμ μπουμ από παντού και ταράχτηκα όσο ποτέ. Συνέχισα να κρύβομαι φοβισμένος και καταράστηκα αυτή την περίεργη ημέρα. Ευτυχώς το βράδυ είχε πέσει για τα καλά και θα ηρεμούσαν τα πράγματα. Όπως και έγινε δηλαδή μιας και όταν βγήκα από το σπίτι οι δρόμοι ήταν πάλι άδειοι. Όμως η πόλη έδειχνε να είναι πιο ζωντανή
από ποτέ.
Τριγύρισα όλο το βράδυ και έψαχνα να βρω εκείνη. Το θάρρος με είχε ξαναβρεί και κατηγόρησα την φοβισμένη μου αντίδραση πρωτύτερα. Την έψαχνα μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες άδικα. Δεν ήταν πουθενά. Απελπίστηκα! Ανέβηκα σε έναν τοίχο και έκλαψα μέχρι να βγει ο ήλιος. Ήμουν σίγουρος πως όποιος και να άκουγε τις κραυγές μου θα καταλάβαινε τον πόνο μου. Ήθελα να ακούσει τις κραυγές μου εκείνη. Φανταζόμουν πως αν καταλάβαινε πόσο την θέλω θα ερχόταν και στοργικά θα με αγκάλιαζε και εγώ θα της ψιθύριζα στο αυτί το νόημα της ζωής. Όμως αυτό ποτέ δεν έγινε...
Ήμουν κουρασμένος. Ο ήλιος είχε βγει περήφανος και αποφάσισα να γυρίσω στην φωλιά μου και να πνίξω τον πόνο μου με τον ύπνο. Περπάτησα αργά, πέρασα από τις ταβέρνες και κατέβηκα τα σκαλιά. Ξαφνικά άκουσα κάποια γέλια και δύο άνθρωποι άρχισαν να κατεβαίνουν τις σκάλες, έκανα στην άκρη για να μην με πατήσουν διότι φαινόντουσαν σαν να μην ξέρουν που πατάνε. Εκείνοι συνέχισαν να κατεβαίνουν και αναγνώρισα τον έναν από τους δύο. Ήταν εκείνος που έπεσε με περίσσια χάρη από τα ίδια σκαλιά τις προάλλες. Σήμερα φαινόταν να περπατάει πιο προσεκτικά. Όταν έφτασε δίπλα μου με κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα. Τι ήθελε από εμένα; Ήμουν έτοιμος να τρέξω όταν εκείνος με κλώτσησε με δύναμη και είπε:
- Άντε γαμήσου και εσύ μωρή γαμώγατα!
Έτρεξα πανικόβλητος και δις πονεμένος. Σκέφτηκα. <<Πάντα μαλάκες ήταν οι άνθρωποι και πάντα μαλάκες θα μείνουν>>